- λυσι-
- (AM λυσι-)α' συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α' συνθετικό λυσι- εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ. λυσήνωρ, λυσιμελής), τής λύτρωσης, απαλλαγής (πρβλ. λυσίπονος, λυσίποθος), τής κατάπαυσης, τής λήξης (πρβλ. λυσίμαχος, λυσιπήμων) και, τέλος, τής παράβασης, τής ακύρωσης (πρβλ. λυσίνομος) αυτού πού δηλώνει το β' συνθετικό, σημασίες δηλαδή αντίστοιχες με εκείνες τού ρ. λύω*.Σύνθ. με α' συνθετικό λυσι-: λυσίκομος, λυσίπονος, λυσιτελήςαρχ.λυσανίας, λυσέρως, λυσήνωρ, λυσίγαμος, λυσιγνία, λυσίδρως, λυσιέθειρα, λυσίζωνος, λυσίκακος, λυσίκοπος, λυσίμαχος, λυσιμελής, λυσιμέριμνος, λυσίνομος, λυσίνοσος, λυσιπαίγμων, λυσιπήμων, λυσίποθος, λυσιπόλεμος, λυσισωματώ, λυσίτοκος, λυσιτόκος, λυσιφάρμακον, λυσιφλεβής, λυσίφρων, λυσιχίτων, λυσιωδόςμσν. λυσαλγής, λυσίθριξ, λυσιπλόκαμος, λυσίτριχος, λυσιχαίτης].
Dictionary of Greek. 2013.