λυσι-

λυσι-
(AM λυσι-)
α' συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α' συνθετικό λυσι- εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ. λυσήνωρ, λυσιμελής), τής λύτρωσης, απαλλαγής (πρβλ. λυσίπονος, λυσίποθος), τής κατάπαυσης, τής λήξης (πρβλ. λυσίμαχος, λυσιπήμων) και, τέλος, τής παράβασης, τής ακύρωσης (πρβλ. λυσίνομος) αυτού πού δηλώνει το β' συνθετικό, σημασίες δηλαδή αντίστοιχες με εκείνες τού ρ. λύω*.Σύνθ. με α' συνθετικό λυσι-: λυσίκομος, λυσίπονος, λυσιτελής
αρχ.
λυσανίας, λυσέρως, λυσήνωρ, λυσίγαμος, λυσιγνία, λυσίδρως, λυσιέθειρα, λυσίζωνος, λυσίκακος, λυσίκοπος, λυσίμαχος, λυσιμελής, λυσιμέριμνος, λυσίνομος, λυσίνοσος, λυσιπαίγμων, λυσιπήμων, λυσίποθος, λυσιπόλεμος, λυσισωματώ, λυσίτοκος, λυσιτόκος, λυσιφάρμακον, λυσιφλεβής, λυσίφρων, λυσιχίτων, λυσιωδόςμσν. λυσαλγής, λυσίθριξ, λυσιπλόκαμος, λυσίτριχος, λυσιχαίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λύσι — Λύσις loosing fem voc sg Λύσῑ , Λύσις loosing fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύσι — λύσις loosing fem voc sg λύσῑ , λύσις loosing fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λῦσι — Λῦσις masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λῦσ' — Λῦσι , Λῦσις masc voc sg Λῦσε , Λῦσος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύσις — Λύσῑς , Λύσις loosing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Λύσις loosing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύσις — λύσῑς , λύσις loosing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) λύσις loosing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • Ригас — (Константин) новогреческий поэт и патриот (1757 1798). Французская революция навела его на мысль освободить родину от турецкого владычества. В 1790 г. он оставил службу у валашского господаря и отправился в Вену с целью организовать революционный …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”